- συλλοχίτης
- συλλοχ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A soldier of the same λόχος, Hdt.1.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλοχίτης — ὁ, Α συστρατιώτης τού ίδιου λόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λοχίτης (< λόχος)] … Dictionary of Greek
συλλοχιτέων — συλλοχῑτέων , συλλοχίτης soldier of the same masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)